- πυρόμαντις
- πῠρό-μαντις, εως, ὁ, and η,A fire-diviner, v.l. for τυρ-, Artem.2.69.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
πυρόμαντις — άντεως, ο, και πυρόμαντις, άντιδος, ἡ, ΝΜΑ, και πυρομάντης και θηλ. πυρομάντισσα Ν αυτός που προφητεύει το μέλλον στηριζόμενος σε παρατηρήσεις τής φωτιάς. [ΕΤΥΜΟΛ. < πῦρ, πυρός + μάντις] … Dictionary of Greek
μάντης — ο και μάντις, ο, η, θηλ. και μάντισσα (AM μάντις, εως, ὁ, ἡ, Α ιων. γεν. ιος, Μ θηλ. και μάντισσα) 1. αυτός που ασχολείται με τη μαντική, αυτός που προλέγει τα μέλλοντα, ο προφήτης («ὠργίζοντο δὲ καὶ τοῑς χρησμολόγοις καὶ μάντεσι», Θουκ.) 2.… … Dictionary of Greek
πυρ — Bλ. λ. φωτιά. * * * το / πῡρ, πληθ. πυρά, ΝΜΑ, και πύυρ και ποιητ. τ. πύϊρ Α 1. ταυτόχρονη παραγωγή θερμότητας και φλόγας, η οποία προέρχεται από την καύση ορισμένων σωμάτων, φωτιά 2. φρ. «Πυρ άγιον» το άσβεστο πυρ στο θυσιαστήριο τών… … Dictionary of Greek